- σκεύους
- σκεύ̱ους , σκεῦοςvesselneut gen sg (attic epic doric)σκευόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CALPARE vel CALUPARE — CALPARE, vel CALUPARE unde Gallorum galopare, Latini dixêre de equis, a καλπάζειν vel καλπᾷν, quod currere significat; de tripedantibus equis inprimis, qui altius pedes tollendo et volubiliter glomerando grestus, quodammodo saltare et subsultim… … Hofmann J. Lexicon universale
Ιστριανός — Ἰστριανός και Ἰστριηνός, ή, όν θηλ. και Ἰστριανίς (Α) [Ίστρος] 1. αυτός που κατοικεί κοντά στον ποταμό Ίστρο, ο Σκυθικός 2. φρ. «Ἰστριανὰ πρόσωπα» προσωπεία κατάστικτα που μοιάζουν με τα πρόσωπα τών Σκυθών δούλων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰστριανόν… … Dictionary of Greek
ένδεσμος — ο (AM ἔνδεσμος) ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ. νεοελλ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση τού κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους… … Dictionary of Greek
αναπίσσωση — η η εκ νέου ή περιοδική επάλειψη σκεύους, ξύλου κ.λπ. με πίσσα … Dictionary of Greek
ασήμωμα — το [ασημώνω] 1. η επένδυση εικόνας με ασήμι («τὸ ἀσήμωμα τῆς Παναγιᾱς») 2. η επαργύρωση αντικειμένου ή σκεύους 3. η τοποθέτηση ασημένιου νομίσματος στο κρεβάτι νεογέννητου βρέφους ή μελλονύμφων … Dictionary of Greek
γάνωσις — γάνωσις, η (AM) [γανώ ( όω)] το γάνωμα χάλκινου σκεύους με κασσίτερο αρχ. η στίλβωση («ἡ γάνωσις τοῡ ἀγάλματος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… … Dictionary of Greek
διαχώρησις — διαχώρησις, η (AM) κένωση, αποπάτηση μσν. χωρητικότητα («ἡ κοιλότης καὶ διαχώρησις τοῡδέ τινος σκεύους», Θωμάς ο Μάγιστρος) … Dictionary of Greek
δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι … Dictionary of Greek
θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… … Dictionary of Greek